δισαβος

δισαβος
    δίσαβος
    δίσᾱβος
    2
    дор. = *δίσηβος См. δισηβος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "δισαβος" в других словарях:

  • δίσαβος — δίσαβος, ον (Α) αυτός που διέρχεται την ήβη για δεύτερη φορά, ο ξανανιωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δίσαβος με υπερδωρισμό αντί δίσηβος < δισ (βλ. δις) + ήβη] …   Dictionary of Greek

  • δίσαβος — δίσᾱβος , δίσαβος twice young masc/fem nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήβη — I Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν κόρη του Δία και της Ήρας. Σύμφωνα με τον μύθο, οι Αθάνατοι την πάντρεψαν με τον Ηρακλή μετά την αποθέωσή του. Προσωποποίηση της νεότητας, είχε τα καθήκοντα της οινοχόου των θεών και ιδιαίτερης θεραπαινίδας της Ήρας …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»